ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΓΛΥΠΤΙΚΗ
Η Βυζαντινή Εκκλησιαστική τέχνη διακατέχεται από την έννοια της εικόνας και την αναζήτηση απεικόνισης του ανθρωπίνου προσώπου και κυρίως του Θεανθρωπίνου προσώπου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Σκηνές από την Ζωή του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων, ακόμη εικόνες της κτίσης από το ζωικό και το φυτικό βασίλειο συνθέτουν τον εικονιστικό διάκοσμο του Ορθόδοξου Χριστιανικού ναού. Η κύρια τέχνη με την οποία κοσμήθηκαν οι ναοί μας στο διάβα των αιώνων είναι η δισδιάστατη ζωγραφική απεικόνιση. Η Χριστιανική τέχνη μολονότι συνεχίζει την Ελληνορωμαϊκή καλλιτεχνική παράδοση αποφεύγει συνειδητά την χρήση της τρισδιάστατης γλυπτικής στην προσπάθεια της να απεικονίσει τα πρόσωπα του Χριστού και των Αγίων.
Η γλυπτική κατέχει περιορισμένη θέση στη ζωή της εκκλησία μας, κυρίως εξαιτίας της πλήρους απουσίας των ολογλύφων μορφών, δηλαδή των αγαλμάτων. Η εκκλησιαστική γλυπτική μας περιορίζεται σε ανάγλυφες ή επιπεδόγλυφες μορφές και φυτικό ή ζωικό διάκοσμο που κοσμούν κυρίως κιονόκρανα, θωράκια, άμβωνες, κιβώρια, κοσμήτες, ενώ μάλλον σπάνια συναντούμε ανάγλυφες μαρμάρινες ή αργότερα ξύλινες εικόνες. Μέσα στο Χριστιανικό ναό ο γλυπτός διάκοσμος ήδη από την παλαιοχριστιανική περίοδο περιορίζεται κυρίως στα μαρμάρινα μέλη του φράγματος του πρεσβυτερίου, τα διαχωριστικά μαρμάρινα θωράκια των πλαγίων κλιτών, στον επισκοπικό θρόνο και στον άμβωνα.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος στην επιστολή που διασώζει ο Ευσέβιος Καισαρείας[1] προς τον Επίσκοπο Ιεροσολύμων Μακάριο λίγο μετά την ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού, εκδηλώνει το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του για την κατασκευή μίας Βασιλικής «τῶν ἀπανταχοῦ βελτίονα» στον πρόσφατα ανασκαφέντα τόπο του μαρτυρίου και του Τάφου του Σωτήρος Χριστού: «τὸν γὰρ τοῦ κόσμου θαυμασιώτερον τόπον κατ’ ἀξίαν φαιδρύνεσθαι δίκαιον». Μαζί με την φροντίδα του «περὶ τῆς τῶν τοίχων ἐγέρσεώς τε καὶ καλλιεργίας» κάνει λόγο και για τα αρχιτεκτονικά μέλη και εν γένει την γλυπτική διακόσμηση του ναού: «Περὶ δὲ τῶν κιόνων εἴτουν μαρμάρων, ἅ δ’ ἄν νομίσειας εἶναι τιμιώτερα τε καὶ χρησιμώτερα, αὐτῆς συνόψεως γενομένης, πρὸς ἡμᾶς σπούδασον, ἵν’ ὅσων ἄν καὶ ὁποίων χρείαν εἶναι διὰ τοῦ σοῦ γράμματος ἐπιγνῶμεν, ταῦτα πανταχόθεν μετενεχθῆναι δυνηθῇ». Το τελευταίο χωρίο αποκαλύπτει την διακίνηση αρχιτεκτονικών μελών και εκκλησιαστικών γλυπτών που χαρακτηρίζει ολόκληρη την Πρωτοβυζαντινή περίοδο. Αρχιτεκτονικά μέλη από Προκονήσιο ή Θεσσαλικό μάρμαρο ταξιδεύουν με καράβια σε διάφορες περιοχές του Αιγαίου και την Κωνσταντινούπολη προκειμένου να κοσμήσουν τους υπό ανέγερση ναούς. Αντίστοιχα στους νεότερους χρόνους εντόπια συνεργεία ξυλογλυπτών στο Μέτσοβο, το Τύρνοβο, το Άγιο Όρος, την Κρήτη κατασκευάζουν ξύλινα τέμπλα ή άλλα έργα, συχνά με προσημειωμένες διαστάσεις, τα οποία ύστερα μεταφέρονται στους ναούς που πρόκειται να κοσμήσουν.
Το μάρμαρο κυριαρχεί ως υλικό της εκκλησιαστικής γλυπτικής σε όλη την Βυζαντινή περίοδο: κίονες, κιονόκρανα, άμβωνες, θωράκια, τέμπλα, επισκοπικοί θρόνοι λαξεύονται συνήθως σε λευκό μάρμαρο διακοσμούνται με το σημείο του Σταυρού, φυτικά ή ζωικά μοτίβα και τοποθετούνται στις αντίστοιχες θέσεις του ναού. Από τη Μέση Βυζαντινή περίοδο σώζονται και κτιστά τέμπλα ενώ δεν αποκλείεται και η ύπαρξη ξυλίνων από τα οποία όμως δεν έχουν διασωθεί στοιχεία. Κατά την πρώιμη περίοδο της Τουρκοκρατίας παρατηρείται μία αλλαγή στο κύριο υλικό της εκκλησιαστικής γλυπτικής, το μάρμαρο δίνει τη θέση του στο ξύλο. Οι παλαιότεροι μαρμάρινοι άμβωνες, επισκοπικοί θρόνοι και τέμπλα δίνουν τη θέση τους σε ξύλινα έργα που κοσμούν τους Χριστιανικούς ναούς που κατασκευάστηκαν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ήδη από τον 16ο αιώνα.
Ιδιαίτερα σχετικά με το υψηλό περίτεχνο ξυλόγλυπτο τέμπλο ο Κίτσος Μακρής[2] παρατηρεί ότι «αντιβαίνει στη γενική τάση λιτότητας που επικρατεί στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όπου οι ναοί γίνονται μικρότεροι με ευτελέστερα υλικά». Το γεγονός αυτό υποδεικνύει μία μεταβολή των αισθητικών απαιτήσεων. «Το τέμπλο τώρα απομονώνει τελείως το ιερό από τον κυρίως ναό. Πλήθος μικρών και μεγάλων εικόνων παρεμβάλλεται ανάμεσα στα σκαλίσματα για αυτό και το τέμπλο λέγεται τώρα, σωστότερα, εικονοστάσι.». Τα παλαιότερα ξύλινα τέμπλα είναι τα λεγόμενα στρωτά όπου η τεχνική θυμίζει ακόμη το μαρμάρινο ανάγλυφο τέμπλο. Κατά τον πρώιμο 18ο αιώνα εμφανίζονται τα κουφωτά ή σκαλιστά τέμπλα στα οποία η αφαίρεση του φόντου ζωντανεύει τις ανάγλυφες μορφές και τον διάκοσμο. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας το ξυλόγλυπτο τέμπλο γνώρισε σημαντικές μεταβολές. Το ύψος του συνεχώς μεγαλώνει μέχρι να φθάσει στην οροφή, η τεχνοτροπία και το θεματολόγιο εμπλουτίζονται, ο ρυθμός των αλλαγών επιταχύνεται κατά τον πολυσήμαντο 18ο αιώνα και όλες αυτές οι μεταβολές αποτυπώνουν τις κοινωνικές, πολιτιστικές και οικονομικές συνθήκες κάθε περιοχής και περιόδου. Παράλληλα η παράδοση του μαρμάρινου τέμπλου επιβίωσε και αναβίωσε κατά τους νεότερους χρόνους κυρίως στα νησιά με μεγάλη παράδοση στη μαρμαρογλυπτική, όπως η Άνδρος και η Τήνος.
Η εξέλιξη της εκκλησιαστικής γλυπτικής μας κατά τους νεότερους χρόνους αντικατοπτρίζει τις συνθήκες του ιστορικού βίου του υπόδουλου αλλά ψυχικά ελεύθερου και δυναμικού γένους μας. Συγχρόνως αποτυπώνει την ευσέβεια και την μεγάλη αγάπη του στην Εκκλησία μας, αφού δεν σταμάτησε ποτέ να αφιερώνει ιερά σεβάσματα στους ναούς μας. Η παρούσα μελέτη είναι πολύ σημαντική καθώς αναδεικνύει την εκκλησιαστική γλυπτική των νησιών του βορείου Αιγαίου, συμπληρώνει σημαντικά κενά της έρευνας και μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της εξέλιξης της εκκλησιαστικής γλυπτικής του γένους μας.